υπερυψώνω

υπερυψώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) поднимать слишком высоко, выше положенного; 2) превозносить, восхвалять;

§ καί υπερυψουται — более чем достаточно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερυψώνω" в других словарях:

  • υπερυψώνω — ὑπερυψῶ, όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] 1. υψώνω κάτι υπέρμετρα 2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο 3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω νεοελλ. φρ. «και υπερυψούται» (με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω …   Dictionary of Greek

  • υπερυψώνω — υπερύψωσα, υπερυψώθηκα, υπερυψωμένος 1. υψώνω κάτι σε μεγάλο ύψος. 2. μτφ., επαινώ, εγκωμιάζω: Τον υπερύψωσε με τα λόγια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρυψώ — όω, Μ [υψώ] υπερυψώνω …   Dictionary of Greek

  • συμπαρυψώ — όω, Μ [παρυψῶ] υπερυψώνω συγχρόνως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»